- ἀτριχόσαρκος
- ἀτρῐχόσαρκος, ον,A smooth-skinned, not hairy, Procl.Par.Ptol.202.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατριχόσαρκος — ἀτριχόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει δέρμα λείο και άτριχο … Dictionary of Greek